ζωντόβολο

ζωντόβολο
τό
1) см. ζωντανό 1; 2) бран. глупое животное, дурак, болван

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ζωντόβολο" в других словарях:

  • ζωντόβολο — το (Μ ζωντόβολο[ν]) (για βόδια, άλογα κ.ά. κατοικίδια ζώα) ζώο, κτήνος νεοελλ. 1. (μτφ. για πρόσ., υβριστικά) αυτός που είναι τόσο ανόητος ώστε δεν διαφέρει από ζώο 2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδράνθρωπος, αγροίκος μσν. 1. κατοικίδιο ζώο 2.… …   Dictionary of Greek

  • ζωντόβολο — το 1. ζώο. 2. ανόητος άνθρωπος: Παντρεύτηκε ένα ζωντόβολο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωάριο — το (Α ζωάριον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο, ζούδι νεοελλ. μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. υποκορ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο, ω άριο)] …   Dictionary of Greek

  • ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… …   Dictionary of Greek

  • ζωντοβόλι — το ομάδα κτηνών, σύνολο κτηνών, αγέλη ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ζωντόβολο*] …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»